Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὰ ζώπυρα

См. также в других словарях:

  • ζωπύρα — ζωπύρᾱ , ζωπύρα zopyrontion fem nom/voc/acc dual ζωπύρᾱ , ζωπύρα zopyrontion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώπυρα — ζώπυρον spark neut nom/voc/acc pl ζώπυρος glowing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωπύρας — ζωπύρᾱς , ζωπύρα zopyrontion fem acc pl ζωπύρᾱς , ζωπύρα zopyrontion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώπυρ' — ζώπυρα , ζώπυρον spark neut nom/voc/acc pl ζώπυρα , ζώπυρος glowing neut nom/voc/acc pl ζώπυρε , ζώπυρος glowing masc/fem voc sg ζώπυραι , ζωπύρα zopyrontion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωπυρῶν — ζωπύρα zopyrontion fem gen pl ζωπυρέω kindle into flame pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

  • ζώπυρο — το 1. κομμάτι αναμμένου κάρβουνου χωμένο στη στάχτη για να χρησιμεύσει ως προσάναμμα, σπέρμα φωτιάς. 2. ό,τι ζωογονεί και εμψυχώνει: Τα ζώπυρα του ελληνισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»